ακυκλοφόρητος

ακυκλοφόρητος
-η, -ο [κυκλοφορώ]
1. αυτός που δεν τέθηκε ή δεν μπορεί να τεθεί σε κυκλοφορία
2. (για ειδήσεις) αυτός που δεν διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, ο ακοινολόγητος
3. (για έντυπα) αυτός που δεν εκδόθηκε
4. (για χρήματα) αυτά που δεν διατέθηκαν για το εμπόριο ή δεν τοκίστηκαν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακυκλοφόρητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν κυκλοφόρησε, δε διαδόθηκε: Η είδηση ήταν ακόμη ακυκλοφόρητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”